- Άγιος Φραγκίσκος
- Εξελληνισμένη ονομασία της πόλης των ΗΠΑ Σαν Φρανσίσκο (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Άγιος Φραγκίσκος Ξαβιέ — (Xaverius, 1506 – 1552). Ιησουίτης ιεραπόστολος με την επωνυμία Απόστολος των Ινδιών. Γεννήθηκε στη βασκική επαρχία της Ναβάρα, και φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου και προσηλυτίστηκε από τον ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιο… … Dictionary of Greek
Παχέκο, Φραγκίσκος — (Pacheco, 1571 – 1654). Ισπανός ζωγράφος. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της ζωγραφικής σχολής της Σεβίλης και ιδρυτής καλλιτεχνικής σχολής στη Μαδρίτη, στην οποία, εκτός των άλλων, φοίτησε και ο Βελάσκεθ. Φιλοτέχνησε κυρίως έργα με θρησκευτικά… … Dictionary of Greek
Τράπανι — (Trapani). Πόλη (π. 72.848 κάτ.) της νοτιοδυτικής Σικελίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Είναι χτισμένη σε μια γλώσσα γης σε υψόμ. 3 μ., κοντά στο βορειότερο από τα νησιά των Αιγουσών, το Λεβάντσο, ενώ στο βάθος του υψώνεται ο λόφος του… … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
Γκουερτσίνο, Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι — (Giovanni Francesco Barbieri Guercino, Τσέντο, Φεράρα 1591 – Μπολόνια 1666). Ιταλός ζωγράφος. Στη διαμόρφωσή του επέδρασε ο Λουντοβίκο Καράτσι, που χρησιμοποιούσε ισχυρές φωτοσκιάσεις για να τονίζει τα νατουραλιστικά έργα του, προαγγέλλοντας το… … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek
Πέζαρο — I (Pesaro). Επώνυμο οικογένειας από τη Βενετία, της οποίας τα γνωστότερα μέλη ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος ντα–. Aρμοστής της Άνδρου από το 1507 έως το 1512. 2. Βενέδικτος ή Βενεδέτος. Ναύαρχος. Το 1500, ως αρχηγός του ενωμένου ισπανικού και… … Dictionary of Greek
Ασίζι — (Assisi).Πόλη (24.300 κάτ. το 2002) της Ιταλίας. Αρχαίος ομβρικός οικισμός, σε ένα μικρό ύψωμα του βουνού Σουμπάζιο, υπήρξε αργότερα ρωμαϊκός δήμος, ελεύθερη κοινότητα στον Μεσαίωνα και στη συνέχεια φέουδο διαφόρων ιταλικών κρατιδίων. Σήμερα… … Dictionary of Greek
Σπέερ, Μάρτιν — (Speer). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης (Ρατισμπόνα 1707 1765). Από την ακαδημία της Βιέννης πήγε στη Νεάπολη όπου συναντήθηκε με το Σολιμένα και εργάστηκε κοντά του. Επηρεάστηκε και από το νατουραλισμό του Ριμπέρα και έδωσε πίνακες με σκηνές από … Dictionary of Greek
Τζιότο ντι Μποντόνε — (Giotto di Bondone, Κόλε ντι Βεσπινιάνο, Φλωρεντία 1266 – Φλωρεντία 1337). Ιταλός ζωγράφος, ψηφιδογράφος και αρχιοικοδόμος. Μαθητής του Τσιμαμπούε, τον οποίο (όπως αναφέρει η παράδοση και ο ίδιος ο Δάντης σε ένα περίφημο κομμάτι του Καθαρτηρίου)… … Dictionary of Greek